- κάνω
- και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω)κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ' ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.)νεοελλ.1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α. «έκανε να σηκωθεί μα δεν μπόρεσε» β. «κάναν ν' ανθίσουν τα κλαδιά κι ο πάγος δεν τ' αφήνει»)2. παρασκευάζω («τα ψάρια θα τά κάνω τηγανητά»)3. μετατρέπω («έκανε το σπίτι του ξενοδοχείο»)4. αξίζω, στοιχίζω, κοστίζω («πόσο κάνει το λάδι;»)5. διατρέχω, διανύω («αυτή την απόσταση τήν κάνω κάθε μέρα»)6. εμφανίζω, παριστάνω («αυτός κάνει το μικρό μεγάλο»)7. συγκομίζω («έκανε πολλά λεφτά»)8. διορίζω («τόν έκανε υπουργό»)9. συμπεριφέρομαι («κάνει σαν τρελός»)10. συμφωνώ, ταιριάζω («δεν κάνουν μαζί»)11. προσαρμόζομαι («δεν κάνει στο βουνό»)12. εκλαμβάνω («σ' έκανα για τον Γιώργο»)13. φρ. α) «τί κάνεις;» — πώς είσαι, πώς είναι η διάθεσή σου ή η υγεία σου; β) «κάνω τη δουλειά μου» — είμαι αφοσιωμένος στο έργο μου και δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσειςγ) «κάνω τού κεφαλιού μου» ή «κάνω το γούστο μου» ή «κάνω το κέφι μου» ή «κάνω ό,τι μού κατέβει» ή «κάνω ό,τι μού καπνίσει» ή «κάνω τα δικά μου» — ενεργώ σύμφωνα με τις δικές μου εμπνεύσεις ή ορμές, δεν υπακούω σε κανέναν ή δεν αναχαιτίζομαι από τη λογικήδ) (για καταστήματα και επαγγελματίες) «κάνω δουλειές» — έχω πολλές εργασίες, έχω πολλή πελατείαε) «κάνω την ανάγκη φιλοτιμία» — εμφανίζω ότι κάτι έγινε από δική μου διάθεση, ενώ εκ τών πραγμάτων ήμουν αναγκασμένος να τό κάνωστ) «κάνω το κορόιδο» ή «κάνω την πάπια» ή «κάνω τον ψόφιο κοριό» ή «κάνω τον κουτό» — υποκρίνομαι ότι δεν ξέρω ή ότι είμαι αθώοςζ) «τόν κάνω σκουπίδι» ή «τόν κάνω κουρέλι» ή «τόν κάνω τ' αλατιού» ή «τόν κάνω τριών παραδιών» ή «τόν κάνω ενός παραδιού» — τόν κατεξευτελίζωη) «τόν κάνω τόπι στο ξύλο» ή «τόν κάνω μαύρο στο ξύλο» ή «τόν κάνω τ' αλατιού» ή «τόν κάνω οχτακόσιες οκάδες» — τόν δέρνω ανηλεώςθ) «τά κάνω θάλασσα» ή «τά κάνω σαλάτα» ή «τά κάνω μαντάρα» ή «τά κάνω μούσκεμα» ή «τά κάνω ρόιδο» — αποτυχαίνω οικτράι) «τά έκανα γυαλιά καρφιά» ή «τά έκανα άνω κάτω» ή «τά έκανα γης μαδιάμ» — αναστάτωσα τα πάντα, κατέστρεψα τα πάνταια) «κάνω μια τρύπα στο νερό» — ματαιοπονώ, κοπιάζω χωρίς αποτέλεσμαιβ) «τόν έκανα Χριστό και άγιο» — τόν εκλιπάρησαιγ) «κάνω (τα) στραβά μάτια» — προσποιούμαι ότι δεν βλέπωιδ) «κάνω πλάτες» — υποβοηθώ κάποιον να πράξει κάτι προσποιούμενος ότι δεν βλέπωιε) «έκανα μαύρα μάτια να σέ δω» — πέρασε πολύς καιρός που δεν σέ έχω δείιστ) «κάνω χωριό με κάποιον» — ταιριάζω, συμφωνώ, δεν τσακώνομαιιζ) «κάνω μπόι», «κάνω μάγουλα», «κάνω χρώμα» — αποκτώ ύψος, μάγουλα, χρώμα κ.λπ.ιη) «κάνω κουράγιο» — δείχνω θάρρος, δείχνω ευψυχίαιθ) «κάνω χαλάστρα» — εμποδίζω κάποιον σε κάτι, χαλάω τις δουλειές κάποιουκ) (για χαρτοπαίκτες) «κάνω χαρτιά» — μοιράζω τα χαρτιάκα) «κάνω τα χαρτιά μου» — ετοιμάζω τα απαιτούμενα πιστοποιητικά ή αντίγραφα για υποβολή σε αρμόδια αρχήκβ) «κάνω ουρά» — στέκομαι στη γραμμή πίσω από άλλους περιμένοντας τη σειρά μουκγ) «κάνω νερά»i) (για πλοία) παρουσιάζεται εισροή νερού στο κύτοςii) (για πρόσ.) δεν είμαι πολύ συνεπήςκδ) «τά κάνω λειανά» — επεξηγώ, διασαφηνίζωκε) «κάνω σπίτι»i) χτίζω σπίτιii) παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένειακστ) «το ίδιο μού κάνει» — δεν μέ πειράζει, μού είναι αδιάφοροκζ) «δεν έχει να κάνει» ή «το ίδιο κάνει» — δεν έχει καμία σχέση, είναι αδιάφοροκη) «τόν κάνω καλά» — είμαι ικανός να τόν καταβάλλω, να τόν εξουδετερώσωκθ) «κάνω καλά εγώ» — αναλαμβάνω εγώ την υπόθεσηλ) «καλά τού 'κανε» — επαξίως τόν τιμώρησελα) «κάνω Πάσχα» — τρώω άφθονα και καλά φαγητά ή περνώ καλάλβ) «τό κάνει» ή «κάνει έρωτα» — συνουσιάζεταιλγ) «τά κάνω» ή «κάνω (τα) κακά μου» — αφοδεύω, αποπατώλδ) «κάνω πλάκα» — αστειεύομαιλε) «κάνω καζούρα σε κάποιον» ή «κάνω πλάκα σε κάποιον» — κοροϊδεύω κάποιον, αστειεύομαι σε βάρος κάποιουλστ) (για πράγματα) «κάνω φτερά» — εξαφανίζομαι, κλέβομαιλζ) «κάνω αίσθηση» ή «κάνω εντύπωση» ή «κάνω μπαμ» ή «κάνω κρότο» ή «κάνω πάταγο» — προκαλώ αίσθηση, εκπλήσσωλη) «τό κάνω ζήτημα» ή «τό κάνω θέμα» — αποδίδω σε κάτι μεγάλη σημασίαλθ) «τού κάνω θεωρία» — τόν κατηχώμ) «κάνω το κομμάτι μου» ή «κάνω φιγούρα» — επιδεικνύομαιμα) «τό κάνω τούμπανο» ή «τό κάνω βούκινο» — διαλαλώμβ) «κάνε τη δουλειά σου» — ασχολήσου με τις δικές σου υποθέσειςμγ) «κάνω κοιλιά» — αποδιοργανώνομαι ή χαλαρώνωμδ) «τά κάνω καπάκια» ή «τά κάνω πλακάκια» — συγκαλύπτω σκανδαλώδη υπόθεσημε) «κάνω κρα για...» ή «κάνω σαν τρελός για κάτι» ή «κάνω αμάν για...» — επιθυμώ κάτι διακαώςμστ) «τόν έκανα λούτσα» ή «τόν έκανα μούσκεμα» ή «τόν έκανα παπί» — τόν κατάβρεξαμζ) (για γυναίκα) «κάνω ψυχικά» — είμαι εύκολη, παραδίδομαι εύκολαμη) «τόν κάνω ό,τι θέλω» — τόν άγω και τόν φέρω, τόν έχω τού χεριού μουμθ) «κάνω πώς και πώς» ή «κάνω πώς και τί» — χρησιμοποιώ όλα τα μέσα, χαλάω τον κόσμον) «κάνω στην μπάντα» ή «κάνω στην άκρη» ή «κάνω τόπο» — παραμερίζω, αποτραβιέμαινα) «κάνω το χατίρι κάποιου» — εκπληρώνω την επιθυμία κάποιου, ενεργώ σύμφωνα με την επιθυμία κάποιουνβ) «κάνω χάρη» — εξυπηρετώνγ) «κάνω την τύχη μου» — επιτυγχάνω ή πλουτίζωνδ) «τήν κάνω ταράτσα» — τρώω πολύ, χορταίνωνε) «κάνω τεμενάδες» — εκλιπαρώ, φέρομαι δουλοπρεπώςνστ) «κάνω τούμπες από τη χαρά μου» — χαίρομαι υπερβολικάνζ) «τά κάνω όλα στο όνομα κάποιου» — παραχωρώ περιουσία με πωλητήριο ή με δωρητήριο ή με διαθήκηνη) «κάνω λόγο» — μιλώ για κάτι, αναφέρωνθ) «κάνω μάθημα»i) (για καθηγητή) διδάσκω ii) (για μαθητή) διδάσκομαι, παίρνω μαθήματαξ) (για υπάλληλο) «κάνω ταμείο» — ισολογίζω τις εισπράξεις και τις πληρωμέςξα) «κάνω ζευγάρι» — αροτριώ, οργώνωξβ) «κάνω το τραπέζι» — τραπεζώνω, φιλοξενώ κάποιον στο σπίτι ή σε εστιατόριο και τού πληρώνω το γεύμαξγ) «κάνω κεφάλι» — έρχομαι σε ευθυμία από ποτόξδ) «δεν κάνω κέφι» — δεν έχω διάθεσηξε) «τον κάνω κέφι» — μού αρέσειξστ) «κάνω τα αδύνατα δυνατά» ή «κάνω ό,τι περνάει απ' το χέρι μου» — καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθειαξζ) «κάνω μάτι» — βλέπω κρυφάξη) «κάνει καλό» είναι ωφέλιμο14. παροιμ. α) «όσα δεν φτάνει η αλεπού τά κάνει κρεμαστάρια» — γι' αυτούς που παρουσιάζουν κάτι ως ακατόρθωτο επειδή δεν μπορούν να τό καταφέρουνβ) «κάνε το καλό και ρίξτο στο γιαλό» — βοήθησε κάποιον και μην τό αναφέρεις σε κανένανγ) «το ράσο δεν κάνει τον παπά» — η πραγματική αξία τού ανθρώπου δεν φαίνεται από τον τρόπο ντυσίματοςδ) «έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο» — γι' αυτούς που συμπεριφέρονται αλαζονικά εξαιτίας κάποιας επιτυχίας τουςνεοελλ.-μσν.1. πράττω, ενεργώ, δρω (α. «έκανε φόνο» β. «να κάνεις αυτό που σού λέω»)2. εκτελώ, πραγματοποιώ («έχω κάνει πολλά ταξίδια»)3. (για τόπους, φυτά, ζώα) παράγω κάτι, φέρω κάτι ως προϊόν (α. «η γίδα μας έκανε πολύ γάλα» β. «η πορτοκαλιά φέτος δεν έκανε καθόλου πορτοκάλια»)4. αναγκάζω κάποιον να κάνει ή να υποστεί κάτι, υποχρεώνω (α. «τόν έκανα να ζητήσει συγγνώμη» β. «μέ έκανες να χάσω το τρένο»)5. προξενώ, επιφέρω («μού έκανες μεγάλη ζημιά»)6. έχω ένα επάγγελμα, διατελώ («έκανε χωροφύλακας γι' αυτό έχει αυτό το βάναυσο ύφος»)7. αποκτώ («κάνω εύκολα φίλους»)8. φροντίζω να γίνει κάτι, βοηθώ, διευθετώ (α. «κάνε κάτι κι εσύ να βγούμε από το αδιέξοδο» β. «κάνε, θεέ μου, να έρθει γρήγορα»)9. (για γραπτό κείμενο) συντάσσω («έκανα τη διαθήκη μου»)10. καθιστώ (α. «τόν έκανε φτωχό» β. «μ' έκανε ευτυχισμένη» γ. «μού κάνει τον βίο αβίωτο»11. χρησιμεύω, είμαι κατάλληλος (α. «δεν κάνει αυτό το σπίτι για μάς» β. «δεν μού κάνουν τα ρούχα»)12. ζω, διάγω, διαμένω («έκανα πολλά χρόνια στο εξωτερικό»)13. διανύω χρονικό διάστημα («έκανα έναν μήνα να διαβάσω το βιβλίο»)14. ισούμαι («πέντε και πέντε κάνουν δέκα»)15. προσποιούμαι, υποκρίνομαι (α. «κάνει πως δεν ακούει» β. «κάνει τον πλούσιο»)16. τακτοποιώ, συγυρίζω, καθαρίζω (α. «έκανα πρώτα τις δουλειές μου και μετά ήρθα να σέ βρω» β. «σήμερα θα κάνω το σπίτι»)17) (για γάμο) τελώ («έκαναν πολιτικό γάμο»)18. ιδρύω, συγκροτώ, οργανώνω («κάναμε μια ομάδα»)19. κατορθώνω, επιτυγχάνω («με τα κλάματα δεν κάνεις τίποτα»)20. απρόσ. κάνεια) (για καιρική κατάσταση) είναι, έχει («κάνει κρύο σήμερα»)β) επιτρέπεται, πρέπει («δεν κάνει να πιω καφέ»)21. με αιτιατική ουσιαστικού αποτελεί περίφραση μονολεκτικού ρήματος τής ίδιας ρίζας με το ουσιαστικό ή αντίστοιχης σημασίας (α. «κάνω όρκο» — ορκίζομαιβ. «κάνω πόλεμο» — πολεμώγ. «κάνω συζήτηση» — συζητώδ. «κάνω ταξίδι» — ταξιδεύωε. «κάνω δάνειο» — δανείζομαι ή δανείζωστ. «κάνω παιδί» — τεκνοποιώζ) «κάνω επιβουλή» — επιβουλεύομαι)22. φρ. α) «κάνω μπρος» ή «κάνω ομπρός» — προχωρώβ) «κάνω πίσω» ή «κάνω οπίσω» — οπισθοχωρώγ) «κάνω πανιά» ή «κάνω άρμενα» — αποπλέωδ) «κάνω Πάσχα», «κάνω Χριστούγεννα» κ.λπ.περνώ τις ημέρες τού Πάσχα, τών Χριστουγέννων κ.λπ.ε) «κάνω (πέτρα την) καρδιά» — υπομένω, δείχνω θάρρος και καρτερικότηταστ) «κάνω χά(ι)δια» ή «κάνω νάζια» — φέρνω δήθεν δυσκολίεςζ) «κά(μ)νει χρεία» ή «κά(μ)νει χρήση» — χρειάζεται, είναι ανάγκη, είναι απαραίτητοη) «κάνω ψυχικό» ή «κάνω (το) καλό» ή «κάνω ελεημοσύνη» — ελεώ κάποιον, βοηθώ κάποιονθ) «κάνω το μάτι» ή «κάνω μάτια» — γνέφω, νεύω με το μάτιι) «κάνω καλοσύνη» — συμφιλιώνομαιια) «έχω να κάνω» — έχω δοσοληψίεςμσν.1. προσφέρω κάτι ως θυσία2. (το ουδ, πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα κάμνονταοι ενέργειες, οι πράξεις3. φρ. α) «κάνω τρόπο» — εφευρίσκωβ) «κάνω κάμωμα» i) πράττω κάτι κακόii) συνευρίσκομαι ερωτικάγ) «κάνω ἀγάπη» — συμφιλιώνομαιδ) «κάνω ἄδεια» — επιτρέπωε) «κάνω αἵματα» — σκοτώνω πολλούς, σκορπίζω τον θάνατοστ) «κάνω βουλή» ή «βουλ(η)τά» — συσκέπτομαι, αποφασίζωζ) «κάνω δίκαιο» ή «κάνω δικαιοσύνη» — ασκώ, απονέμω δικαιοσύνηη) «κάνω δρόμο» ή «κάνω ὁδό» — προχωρώ, βαδίζω, περπατώθ) «κάνω ἐπανέβαση» — αυξάνωι) «κάνω θνήσιν (μεγάλην)» — προκαλώ (πολλούς) φόνουςια) «κάνω θρόνο» — εγκαθίσταμαι επίσκοποςιβ) «κάνω κεφάλι» — επαναστατώ, ξεσηκώνομαιιγ) «κάνω κάτι μακελειό» — κατασπαράζωιδ) «κάνω ὄξω τον νοῦ» — αδιαφορώιε) «κάνω τελειοσύνη» — φτάνω ώς τα άκρααρχ.1. κουράζομαι πράττοντας κάτι, καταπονούμαι («ἀνδρί δὲ κεκμηῶτι μένος μέγα οἶνος ἀέξει» Ομ. Ιλ.)2. καταβάλλομαι στη μάχη, νικιέμαι («ᾤχετ' εἰς τὸ κάμνον οἰκείου στρατοῡ», Ευρ.)3. ασθενώ, είμαι άρρωστος («ὁ δὲ κάμνων καὶ αὐτὸς ἀπὸ τοῡ τραύματος ἐπεκάθιζε τῷ νεκρῷ», Λουκιαν.)4. πάσχω, θλίβομαι («τῷ τε γὰρ πεποιημένῳ... ἐς τὸν παῑδα τοῡτον ἔκαμνον μεγάλως», Ηρόδ.)5. παθαίνω συμφορά, συντρίβομαι, καταστρέφομαι («στρατοῡ καμόντος», Αισχύλ.)6. (για ρούχο) είμαι τριμμένος7. μεσ. κάμνομαια) αποκτώ κάτι με μόχθο, κερδίζω κάτι με κόπο («αὐτοὶ καμόμεσθα βίηφί τε δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.)β) καλλιεργώ κάτι με κόπο («νῆσον ἐυκτιμένην ἐκάμοντο», Ομ. Οδ.)8. (αρσ. μτχ. αορ. β. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ καμόντεςοι νεκροί9. (αρσ. μτχ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ κεκμηκότεςοι σκιές τών νεκρών.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. κάμνω ανάγεται σε *κάμ-νη-μι, τύπος στον οποίο οδηγεί το μσν. ινδ. śam-ni-te, και εμφανίζει τη ρίζα *καμ- (*k°m[ә2]-), η οποία αποτελεί τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής αρχικής ρίζας *καμᾱ- (*komeә2-)στην ίδια μεταπτωτική βαθμίδα απαντά ο μέλλ. καμ-οῦμαι και ο αόρ. ἔ-καμ-ον, ενώ η αρχική ρίζα εμφανίζεται μόνο στα σύνθ. με β' συνθετικό -καμᾱς (πρβλ. ἀ-κάμας, -αντος). Απαντά επίσης θ. κμη- (μηδενισμένη και απαθής μορφή τής ίδιας ρίζας *καμᾱ-, πρβλ. κέ-κμη-κα, ἄ-κμη-τος) καθώς και θ. καμᾰ- (απαθής και συνεσταλμένη μορφή, πρβλ. κάμα-τος). Ο τ. κάνω < κάμνω, με απλοποίηση τού συμπλέγματος -μν-. Το ρ. κάμνω στην Αρχαία Ελληνική έχει τη σημ. «κουράζομαι, κοπιάζω» και μόνο στον Όμηρο και στον Απολλώνιο τον Ρόδιο απαντά με τη μεταβατική σημ. «κατασκευάζω, δημιουργώ», με την οποία χρησιμοποιείται το ρ. αργότερα στους βυζαντινούς χρόνους. Έτσι, η λ. από τη σημ. «κοπιάζω, μοχθώ» έλαβε τη γενικότερη σημ. «δημιουργώ, φτιάχνω», προφανώς διότι θεωρήθηκε ότι σε κάθε είδος δημιουργίας, εργασίας ενυπάρχει η έννοια «κόπος, μόχθος». Στη Νέα Ελληνική το κάνω είναι ίσως το πιο εύχρηστο ρ. και εμφανίζεται σε πληθώρα φράσεων και με ποικιλία χρήσεων και σημασιών: π.χ. «τί κάνεις;» / «κάνω την πάπια» / «κάνω τού κεφαλιού μου» / «τού κάνω χάρη». Αξιοσημείωτη είναι η ήδη από τους μεσαιωνικούς χρόνους ευρεία χρήση τού ρ. με αντικείμενο ουσιαστικό που αποτελεί περίφραση μονολεκτικού ρ. ομόρριζου ή συγγενούς σημ. με το ουσ. (πρβλ. κάνω παιδί, κάνω πόλεμο, κάνω συμφωνία, κάνω συζήτηση). Το κάνω συντάσσεται συχνά με έναρθρο όν. (ουσ. ή επίθ.) και έχει τη σημ. «παριστάνω, προσποιούμαι» (πρβλ. κάνω τον έξυπνο, κάνω τον ήρωα) ή επαγγέλλομαι (πρβλ. κάνω τον σερβιτόρο, κάνω την καθαρίστρια). Όταν, τέλος, το ρ. συντάσσεται με δευτερεύουσα πρόταση, έχει τις σημ.: α) φέρνω σε μια κατάσταση («μ' έκανε να γελάσω»)β) αναγκάζω («τήν έκανα να μού πει την αλήθεια»)γ) αρχίζω μια ενέργεια («έκανε να φύγει, αλλά τό μετάνιωσε»)και δ) προσποιούμαι («έκανα πως δεν τόν είδα»).ΠΑΡ. κάματος.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αποκάμνωαρχ.εγκάμνω, εκκάμνω, εναποκάμνω, επικάμνω, περικάμνω, προαποκάμνω, προκάμνω, προσκάμνω, συγκάμνω, συναποκάμνω, συνεκκάμνω, υπερκάμνω, υποκάμνωνεοελλ.αποκάνω, μετακάνω, ξανακάνω, ξεκάνω, παρακάνω, πολυκάνω, προκάνω, πρωτοκάνω].
Dictionary of Greek. 2013.