κάνω

κάνω
και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω)
κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ' ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α. «έκανε να σηκωθεί μα δεν μπόρεσε» β. «κάναν ν' ανθίσουν τα κλαδιά κι ο πάγος δεν τ' αφήνει»)
2. παρασκευάζω («τα ψάρια θα τά κάνω τηγανητά»)
3. μετατρέπω («έκανε το σπίτι του ξενοδοχείο»)
4. αξίζω, στοιχίζω, κοστίζω («πόσο κάνει το λάδι;»)
5. διατρέχω, διανύω («αυτή την απόσταση τήν κάνω κάθε μέρα»)
6. εμφανίζω, παριστάνω («αυτός κάνει το μικρό μεγάλο»)
7. συγκομίζω («έκανε πολλά λεφτά»)
8. διορίζω («τόν έκανε υπουργό»)
9. συμπεριφέρομαι («κάνει σαν τρελός»)
10. συμφωνώ, ταιριάζω («δεν κάνουν μαζί»)
11. προσαρμόζομαι («δεν κάνει στο βουνό»)
12. εκλαμβάνω («σ' έκανα για τον Γιώργο»)
13. φρ. α) «τί κάνεις;» — πώς είσαι, πώς είναι η διάθεσή σου ή η υγεία σου; β) «κάνω τη δουλειά μου» — είμαι αφοσιωμένος στο έργο μου και δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις
γ) «κάνω τού κεφαλιού μου» ή «κάνω το γούστο μου» ή «κάνω το κέφι μου» ή «κάνω ό,τι μού κατέβει» ή «κάνω ό,τι μού καπνίσει» ή «κάνω τα δικά μου» — ενεργώ σύμφωνα με τις δικές μου εμπνεύσεις ή ορμές, δεν υπακούω σε κανέναν ή δεν αναχαιτίζομαι από τη λογική
δ) (για καταστήματα και επαγγελματίες) «κάνω δουλειές» — έχω πολλές εργασίες, έχω πολλή πελατεία
ε) «κάνω την ανάγκη φιλοτιμία» — εμφανίζω ότι κάτι έγινε από δική μου διάθεση, ενώ εκ τών πραγμάτων ήμουν αναγκασμένος να τό κάνω
στ) «κάνω το κορόιδο» ή «κάνω την πάπια» ή «κάνω τον ψόφιο κοριό» ή «κάνω τον κουτό» — υποκρίνομαι ότι δεν ξέρω ή ότι είμαι αθώος
ζ) «τόν κάνω σκουπίδι» ή «τόν κάνω κουρέλι» ή «τόν κάνω τ' αλατιού» ή «τόν κάνω τριών παραδιών» ή «τόν κάνω ενός παραδιού» — τόν κατεξευτελίζω
η) «τόν κάνω τόπι στο ξύλο» ή «τόν κάνω μαύρο στο ξύλο» ή «τόν κάνω τ' αλατιού» ή «τόν κάνω οχτακόσιες οκάδες» — τόν δέρνω ανηλεώς
θ) «τά κάνω θάλασσα» ή «τά κάνω σαλάτα» ή «τά κάνω μαντάρα» ή «τά κάνω μούσκεμα» ή «τά κάνω ρόιδο» — αποτυχαίνω οικτρά
ι) «τά έκανα γυαλιά καρφιά» ή «τά έκανα άνω κάτω» ή «τά έκανα γης μαδιάμ» — αναστάτωσα τα πάντα, κατέστρεψα τα πάντα
ια) «κάνω μια τρύπα στο νερό» — ματαιοπονώ, κοπιάζω χωρίς αποτέλεσμα
ιβ) «τόν έκανα Χριστό και άγιο» — τόν εκλιπάρησα
ιγ) «κάνω (τα) στραβά μάτια» — προσποιούμαι ότι δεν βλέπω
ιδ) «κάνω πλάτες» — υποβοηθώ κάποιον να πράξει κάτι προσποιούμενος ότι δεν βλέπω
ιε) «έκανα μαύρα μάτια να σέ δω» — πέρασε πολύς καιρός που δεν σέ έχω δεί
ιστ) «κάνω χωριό με κάποιον» — ταιριάζω, συμφωνώ, δεν τσακώνομαι
ιζ) «κάνω μπόι», «κάνω μάγουλα», «κάνω χρώμα» — αποκτώ ύψος, μάγουλα, χρώμα κ.λπ.
ιη) «κάνω κουράγιο» — δείχνω θάρρος, δείχνω ευψυχία
ιθ) «κάνω χαλάστρα» — εμποδίζω κάποιον σε κάτι, χαλάω τις δουλειές κάποιου
κ) (για χαρτοπαίκτες) «κάνω χαρτιά» — μοιράζω τα χαρτιά
κα) «κάνω τα χαρτιά μου» — ετοιμάζω τα απαιτούμενα πιστοποιητικά ή αντίγραφα για υποβολή σε αρμόδια αρχή
κβ) «κάνω ουρά» — στέκομαι στη γραμμή πίσω από άλλους περιμένοντας τη σειρά μου
κγ) «κάνω νερά»
i) (για πλοία) παρουσιάζεται εισροή νερού στο κύτος
ii) (για πρόσ.) δεν είμαι πολύ συνεπής
κδ) «τά κάνω λειανά» — επεξηγώ, διασαφηνίζω
κε) «κάνω σπίτι»
i) χτίζω σπίτι
ii) παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια
κστ) «το ίδιο μού κάνει» — δεν μέ πειράζει, μού είναι αδιάφορο
κζ) «δεν έχει να κάνει» ή «το ίδιο κάνει» — δεν έχει καμία σχέση, είναι αδιάφορο
κη) «τόν κάνω καλά» — είμαι ικανός να τόν καταβάλλω, να τόν εξουδετερώσω
κθ) «κάνω καλά εγώ» — αναλαμβάνω εγώ την υπόθεση
λ) «καλά τού 'κανε» — επαξίως τόν τιμώρησε
λα) «κάνω Πάσχα» — τρώω άφθονα και καλά φαγητά ή περνώ καλά
λβ) «τό κάνει» ή «κάνει έρωτα» — συνουσιάζεται
λγ) «τά κάνω» ή «κάνω (τα) κακά μου» — αφοδεύω, αποπατώ
λδ) «κάνω πλάκα» — αστειεύομαι
λε) «κάνω καζούρα σε κάποιον» ή «κάνω πλάκα σε κάποιον» — κοροϊδεύω κάποιον, αστειεύομαι σε βάρος κάποιου
λστ) (για πράγματα) «κάνω φτερά» — εξαφανίζομαι, κλέβομαι
λζ) «κάνω αίσθηση» ή «κάνω εντύπωση» ή «κάνω μπαμ» ή «κάνω κρότο» ή «κάνω πάταγο» — προκαλώ αίσθηση, εκπλήσσω
λη) «τό κάνω ζήτημα» ή «τό κάνω θέμα» — αποδίδω σε κάτι μεγάλη σημασία
λθ) «τού κάνω θεωρία» — τόν κατηχώ
μ) «κάνω το κομμάτι μου» ή «κάνω φιγούρα» — επιδεικνύομαι
μα) «τό κάνω τούμπανο» ή «τό κάνω βούκινο» — διαλαλώ
μβ) «κάνε τη δουλειά σου» — ασχολήσου με τις δικές σου υποθέσεις
μγ) «κάνω κοιλιά» — αποδιοργανώνομαι ή χαλαρώνω
μδ) «τά κάνω καπάκια» ή «τά κάνω πλακάκια» — συγκαλύπτω σκανδαλώδη υπόθεση
με) «κάνω κρα για...» ή «κάνω σαν τρελός για κάτι» ή «κάνω αμάν για...» — επιθυμώ κάτι διακαώς
μστ) «τόν έκανα λούτσα» ή «τόν έκανα μούσκεμα» ή «τόν έκανα παπί» — τόν κατάβρεξα
μζ) (για γυναίκα) «κάνω ψυχικά» — είμαι εύκολη, παραδίδομαι εύκολα
μη) «τόν κάνω ό,τι θέλω» — τόν άγω και τόν φέρω, τόν έχω τού χεριού μου
μθ) «κάνω πώς και πώς» ή «κάνω πώς και τί» — χρησιμοποιώ όλα τα μέσα, χαλάω τον κόσμο
ν) «κάνω στην μπάντα» ή «κάνω στην άκρη» ή «κάνω τόπο» — παραμερίζω, αποτραβιέμαι
να) «κάνω το χατίρι κάποιου» — εκπληρώνω την επιθυμία κάποιου, ενεργώ σύμφωνα με την επιθυμία κάποιου
νβ) «κάνω χάρη» — εξυπηρετώ
νγ) «κάνω την τύχη μου» — επιτυγχάνω ή πλουτίζω
νδ) «τήν κάνω ταράτσα» — τρώω πολύ, χορταίνω
νε) «κάνω τεμενάδες» — εκλιπαρώ, φέρομαι δουλοπρεπώς
νστ) «κάνω τούμπες από τη χαρά μου» — χαίρομαι υπερβολικά
νζ) «τά κάνω όλα στο όνομα κάποιου» — παραχωρώ περιουσία με πωλητήριο ή με δωρητήριο ή με διαθήκη
νη) «κάνω λόγο» — μιλώ για κάτι, αναφέρω
νθ) «κάνω μάθημα»
i) (για καθηγητή) διδάσκω ii) (για μαθητή) διδάσκομαι, παίρνω μαθήματα
ξ) (για υπάλληλο) «κάνω ταμείο» — ισολογίζω τις εισπράξεις και τις πληρωμές
ξα) «κάνω ζευγάρι» — αροτριώ, οργώνω
ξβ) «κάνω το τραπέζι» — τραπεζώνω, φιλοξενώ κάποιον στο σπίτι ή σε εστιατόριο και τού πληρώνω το γεύμα
ξγ) «κάνω κεφάλι» — έρχομαι σε ευθυμία από ποτό
ξδ) «δεν κάνω κέφι» — δεν έχω διάθεση
ξε) «τον κάνω κέφι» — μού αρέσει
ξστ) «κάνω τα αδύνατα δυνατά» ή «κάνω ό,τι περνάει απ' το χέρι μου» — καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια
ξζ) «κάνω μάτι» — βλέπω κρυφά
ξη) «κάνει καλό» είναι ωφέλιμο
14. παροιμ. α) «όσα δεν φτάνει η αλεπού τά κάνει κρεμαστάρια» — γι' αυτούς που παρουσιάζουν κάτι ως ακατόρθωτο επειδή δεν μπορούν να τό καταφέρουν
β) «κάνε το καλό και ρίξτο στο γιαλό» — βοήθησε κάποιον και μην τό αναφέρεις σε κανέναν
γ) «το ράσο δεν κάνει τον παπά» — η πραγματική αξία τού ανθρώπου δεν φαίνεται από τον τρόπο ντυσίματος
δ) «έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο» — γι' αυτούς που συμπεριφέρονται αλαζονικά εξαιτίας κάποιας επιτυχίας τους
νεοελλ.-μσν.
1. πράττω, ενεργώ, δρω (α. «έκανε φόνο» β. «να κάνεις αυτό που σού λέω»)
2. εκτελώ, πραγματοποιώ («έχω κάνει πολλά ταξίδια»)
3. (για τόπους, φυτά, ζώα) παράγω κάτι, φέρω κάτι ως προϊόν (α. «η γίδα μας έκανε πολύ γάλα» β. «η πορτοκαλιά φέτος δεν έκανε καθόλου πορτοκάλια»)
4. αναγκάζω κάποιον να κάνει ή να υποστεί κάτι, υποχρεώνω (α. «τόν έκανα να ζητήσει συγγνώμη» β. «μέ έκανες να χάσω το τρένο»)
5. προξενώ, επιφέρω («μού έκανες μεγάλη ζημιά»)
6. έχω ένα επάγγελμα, διατελώ («έκανε χωροφύλακας γι' αυτό έχει αυτό το βάναυσο ύφος»)
7. αποκτώ («κάνω εύκολα φίλους»)
8. φροντίζω να γίνει κάτι, βοηθώ, διευθετώ (α. «κάνε κάτι κι εσύ να βγούμε από το αδιέξοδο» β. «κάνε, θεέ μου, να έρθει γρήγορα»)
9. (για γραπτό κείμενο) συντάσσω («έκανα τη διαθήκη μου»)
10. καθιστώ (α. «τόν έκανε φτωχό» β. «μ' έκανε ευτυχισμένη» γ. «μού κάνει τον βίο αβίωτο»
11. χρησιμεύω, είμαι κατάλληλος (α. «δεν κάνει αυτό το σπίτι για μάς» β. «δεν μού κάνουν τα ρούχα»)
12. ζω, διάγω, διαμένω («έκανα πολλά χρόνια στο εξωτερικό»)
13. διανύω χρονικό διάστημα («έκανα έναν μήνα να διαβάσω το βιβλίο»)
14. ισούμαι («πέντε και πέντε κάνουν δέκα»)
15. προσποιούμαι, υποκρίνομαι (α. «κάνει πως δεν ακούει» β. «κάνει τον πλούσιο»)
16. τακτοποιώ, συγυρίζω, καθαρίζω (α. «έκανα πρώτα τις δουλειές μου και μετά ήρθα να σέ βρω» β. «σήμερα θα κάνω το σπίτι»)
17) (για γάμο) τελώ («έκαναν πολιτικό γάμο»)
18. ιδρύω, συγκροτώ, οργανώνω («κάναμε μια ομάδα»)
19. κατορθώνω, επιτυγχάνω («με τα κλάματα δεν κάνεις τίποτα»)
20. απρόσ. κάνει
α) (για καιρική κατάσταση) είναι, έχει («κάνει κρύο σήμερα»)
β) επιτρέπεται, πρέπει («δεν κάνει να πιω καφέ»)
21. με αιτιατική ουσιαστικού αποτελεί περίφραση μονολεκτικού ρήματος τής ίδιας ρίζας με το ουσιαστικό ή αντίστοιχης σημασίας (α. «κάνω όρκο» — ορκίζομαι
β. «κάνω πόλεμο» — πολεμώ
γ. «κάνω συζήτηση» — συζητώ
δ. «κάνω ταξίδι» — ταξιδεύω
ε. «κάνω δάνειο» — δανείζομαι ή δανείζω
στ. «κάνω παιδί» — τεκνοποιώ
ζ) «κάνω επιβουλή» — επιβουλεύομαι)
22. φρ. α) «κάνω μπρος» ή «κάνω ομπρός» — προχωρώ
β) «κάνω πίσω» ή «κάνω οπίσω» — οπισθοχωρώ
γ) «κάνω πανιά» ή «κάνω άρμενα» — αποπλέω
δ) «κάνω Πάσχα», «κάνω Χριστούγεννα» κ.λπ.
περνώ τις ημέρες τού Πάσχα, τών Χριστουγέννων κ.λπ.
ε) «κάνω (πέτρα την) καρδιά» — υπομένω, δείχνω θάρρος και καρτερικότητα
στ) «κάνω χά(ι)δια» ή «κάνω νάζια» — φέρνω δήθεν δυσκολίες
ζ) «κά(μ)νει χρεία» ή «κά(μ)νει χρήση» — χρειάζεται, είναι ανάγκη, είναι απαραίτητο
η) «κάνω ψυχικό» ή «κάνω (το) καλό» ή «κάνω ελεημοσύνη» — ελεώ κάποιον, βοηθώ κάποιον
θ) «κάνω το μάτι» ή «κάνω μάτια» — γνέφω, νεύω με το μάτι
ι) «κάνω καλοσύνη» — συμφιλιώνομαι
ια) «έχω να κάνω» — έχω δοσοληψίες
μσν.
1. προσφέρω κάτι ως θυσία
2. (το ουδ, πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα κάμνοντα
οι ενέργειες, οι πράξεις
3. φρ. α) «κάνω τρόπο» — εφευρίσκω
β) «κάνω κάμωμα» i) πράττω κάτι κακό
ii) συνευρίσκομαι ερωτικά
γ) «κάνω ἀγάπη» — συμφιλιώνομαι
δ) «κάνω ἄδεια» — επιτρέπω
ε) «κάνω αἵματα» — σκοτώνω πολλούς, σκορπίζω τον θάνατο
στ) «κάνω βουλή» ή «βουλ(η)τά» — συσκέπτομαι, αποφασίζω
ζ) «κάνω δίκαιο» ή «κάνω δικαιοσύνη» — ασκώ, απονέμω δικαιοσύνη
η) «κάνω δρόμο» ή «κάνω ὁδό» — προχωρώ, βαδίζω, περπατώ
θ) «κάνω ἐπανέβαση» — αυξάνω
ι) «κάνω θνήσιν (μεγάλην)» — προκαλώ (πολλούς) φόνους
ια) «κάνω θρόνο» — εγκαθίσταμαι επίσκοπος
ιβ) «κάνω κεφάλι» — επαναστατώ, ξεσηκώνομαι
ιγ) «κάνω κάτι μακελειό» — κατασπαράζω
ιδ) «κάνω ὄξω τον νοῦ» — αδιαφορώ
ιε) «κάνω τελειοσύνη» — φτάνω ώς τα άκρα
αρχ.
1. κουράζομαι πράττοντας κάτι, καταπονούμαι («ἀνδρί δὲ κεκμηῶτι μένος μέγα οἶνος ἀέξει» Ομ. Ιλ.)
2. καταβάλλομαι στη μάχη, νικιέμαι («ᾤχετ' εἰς τὸ κάμνον οἰκείου στρατοῡ», Ευρ.)
3. ασθενώ, είμαι άρρωστος («ὁ δὲ κάμνων καὶ αὐτὸς ἀπὸ τοῡ τραύματος ἐπεκάθιζε τῷ νεκρῷ», Λουκιαν.)
4. πάσχω, θλίβομαι («τῷ τε γὰρ πεποιημένῳ... ἐς τὸν παῑδα τοῡτον ἔκαμνον μεγάλως», Ηρόδ.)
5. παθαίνω συμφορά, συντρίβομαι, καταστρέφομαι («στρατοῡ καμόντος», Αισχύλ.)
6. (για ρούχο) είμαι τριμμένος
7. μεσ. κάμνομαι
α) αποκτώ κάτι με μόχθο, κερδίζω κάτι με κόπο («αὐτοὶ καμόμεσθα βίηφί τε δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.)
β) καλλιεργώ κάτι με κόπο («νῆσον ἐυκτιμένην ἐκάμοντο», Ομ. Οδ.)
8. (αρσ. μτχ. αορ. β. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ καμόντες
οι νεκροί
9. (αρσ. μτχ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ κεκμηκότες
οι σκιές τών νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. κάμνω ανάγεται σε *κάμ-νη-μι, τύπος στον οποίο οδηγεί το μσν. ινδ. śam-ni-te, και εμφανίζει τη ρίζα *καμ- (*k°m[ә2]-), η οποία αποτελεί τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής αρχικής ρίζας *καμᾱ- (*komeә2-)
στην ίδια μεταπτωτική βαθμίδα απαντά ο μέλλ. καμ-οῦμαι και ο αόρ. -καμ-ον, ενώ η αρχική ρίζα εμφανίζεται μόνο στα σύνθ. με β' συνθετικό -καμᾱς (πρβλ. -κάμας, -αντος). Απαντά επίσης θ. κμη- (μηδενισμένη και απαθής μορφή τής ίδιας ρίζας *καμᾱ-, πρβλ. κέ-κμη-κα, -κμη-τος) καθώς και θ. καμᾰ- (απαθής και συνεσταλμένη μορφή, πρβλ. κάμα-τος). Ο τ. κάνω < κάμνω, με απλοποίηση τού συμπλέγματος -μν-. Το ρ. κάμνω στην Αρχαία Ελληνική έχει τη σημ. «κουράζομαι, κοπιάζω» και μόνο στον Όμηρο και στον Απολλώνιο τον Ρόδιο απαντά με τη μεταβατική σημ. «κατασκευάζω, δημιουργώ», με την οποία χρησιμοποιείται το ρ. αργότερα στους βυζαντινούς χρόνους. Έτσι, η λ. από τη σημ. «κοπιάζω, μοχθώ» έλαβε τη γενικότερη σημ. «δημιουργώ, φτιάχνω», προφανώς διότι θεωρήθηκε ότι σε κάθε είδος δημιουργίας, εργασίας ενυπάρχει η έννοια «κόπος, μόχθος». Στη Νέα Ελληνική το κάνω είναι ίσως το πιο εύχρηστο ρ. και εμφανίζεται σε πληθώρα φράσεων και με ποικιλία χρήσεων και σημασιών: π.χ. «τί κάνεις;» / «κάνω την πάπια» / «κάνω τού κεφαλιού μου» / «τού κάνω χάρη». Αξιοσημείωτη είναι η ήδη από τους μεσαιωνικούς χρόνους ευρεία χρήση τού ρ. με αντικείμενο ουσιαστικό που αποτελεί περίφραση μονολεκτικού ρ. ομόρριζου ή συγγενούς σημ. με το ουσ. (πρβλ. κάνω παιδί, κάνω πόλεμο, κάνω συμφωνία, κάνω συζήτηση). Το κάνω συντάσσεται συχνά με έναρθρο όν. (ουσ. ή επίθ.) και έχει τη σημ. «παριστάνω, προσποιούμαι» (πρβλ. κάνω τον έξυπνο, κάνω τον ήρωα) ή επαγγέλλομαι (πρβλ. κάνω τον σερβιτόρο, κάνω την καθαρίστρια). Όταν, τέλος, το ρ. συντάσσεται με δευτερεύουσα πρόταση, έχει τις σημ.: α) φέρνω σε μια κατάσταση («μ' έκανε να γελάσω»)
β) αναγκάζω («τήν έκανα να μού πει την αλήθεια»)
γ) αρχίζω μια ενέργεια («έκανε να φύγει, αλλά τό μετάνιωσε»)
και δ) προσποιούμαι («έκανα πως δεν τόν είδα»).
ΠΑΡ. κάματος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αποκάμνω
αρχ.
εγκάμνω, εκκάμνω, εναποκάμνω, επικάμνω, περικάμνω, προαποκάμνω, προκάμνω, προσκάμνω, συγκάμνω, συναποκάμνω, συνεκκάμνω, υπερκάμνω, υποκάμνω
νεοελλ.
αποκάνω, μετακάνω, ξανακάνω, ξεκάνω, παρακάνω, πολυκάνω, προκάνω, πρωτοκάνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κάνω — κάνω, έκανα και έκαμα, καμωμένος βλ. πίν. 164 (και ως απρόσ. κάνει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κάνω — και κάμνω έκανα και έκαμα, καμώθηκα, καμωμένος και κανωμένος, η, ο,1. εκτελώ, φτιάνω, κατασκευάζω: Έκανε καλό σπίτι. 2. προβαίνω σε κάτι, διαπράττω: Να κάνεις το καθήκον σου. 3. προσποιούμαι: Μη μας κάνεις τον ανήξερο. 4. αξίζω, κοστίζω: Πόσο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανῷ — κάνεον basket of reed neut dat sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄνω — ἄνω , ἄνοος without understanding masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄνω , ἄνω 1 accomplish pres subj act 1st sg ἄνω , ἄνω 1 accomplish pres ind act 1st sg ἄνω , ἄνω 2 upwards indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάνω — κάνεον basket of reed neut nom/voc/acc dual (attic) καίνω kill aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομπλιμεντάρω — κάνω κομπλιμέντα, κάνω φιλοφρονήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. complimentare < complimento] …   Dictionary of Greek

  • αδικοπαντρεύομαι — κάνω κακό γάμο, δεν ευτυχώ στον γάμο μου, κακοπαντρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + παντρεύομαι] …   Dictionary of Greek

  • αδρανοποιώ — κάνω κάποιον (ή κάτι) αδρανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρανής + ποιώ] …   Dictionary of Greek

  • αιμοπτυστώ — κάνω αιμόπτυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αιμόπτυστος < αίμα + πτύω] …   Dictionary of Greek

  • αισθητοποιώ — κάνω κάτι αισθητό, τόσο σαφές ώστε να νομίζει κανείς ότι τό βλέπει μπροστά του, αποσαφηνίζω, ζωντανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισθητός + ποιώ. ΠΑΡ. αισθητοποίηση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”